- απονίβω
- βλ. απονίπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απονίβω — ιψα, ίφτηκα, ιμμένος, τελειώνω το νίψιμο: Μια στιγμή να απονίψω το παιδί κι έρχομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)